διάλεπτος

διάλεπτος
η , ο очень тонкий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "διάλεπτος" в других словарях:

  • διάλεπτος — διάλεπτος, ον (AM) [λεπτός] λεπτεπίλεπτος, πολύ λεπτός …   Dictionary of Greek

  • διάλεπτος — very small masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάλεπτον — διάλεπτος very small masc/fem acc sg διάλεπτος very small neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλέπτου — διάλεπτος very small masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»